- πυρετολογία
- η, Ν1. κλάδος τής ιατρικής με αντικείμενο έρευνας την εξέταση τών πυρετών, δηλαδή τών διαφόρων μορφών με τις οποίες αυτοί εμφανίζονται, τα αίτια που τούς προκαλούν, καθώς και τις μεθόδους αντιμετώπισής τους2. πραγματεία σχετικά με τους πυρετούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.